ὀφθαλμικοῦ

ὀφθαλμικοῦ
ὀφθαλμικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμφιβληστροειδής — O εσωτερικότερος από τους χιτώνες που αποτελούν τα τοιχώματα του οφθαλμικού βολβού. Είναι χιτώνας αισθητήριος και θεωρείται το κυριότερο μέρος του οργάνου της όρασης, επειδή πάνω σε αυτόν το φως –φυσικό ερέθισμα– μετατρέπεται κατάλληλα ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • ενόφθαλμος — ο παθολογική συνολκή τού οφθαλμικού βολβού μέσα στην οφθαλμική κόγχη …   Dictionary of Greek

  • εξεντέρωση — η 1. η πρόπτωση τών κοιλιακών σπλάγχνων από ανεπάρκεια τού κοιλιακού τοιχώματος 2. χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση τού περιεχομένου τού οφθαλμικού βολβού για να τοποθετηθεί τεχνητός οφθαλμός …   Dictionary of Greek

  • εξοφθαλμία — η παθολογική προπέτεια, προεξοχή τού οφθαλμικού βολβού έξω από την κανονική θέση στις κόγχες …   Dictionary of Greek

  • εξόρυξη — η (AM ἐξόρυξις) [εξορύσσω] 1. η εκσκαφή, η εξαγωγή μεταλλεύματος ή πετρώματος από το υπέδαφος 2. η βίαιη εξαγωγή τών οφθαλμών, η τύφλωση νεοελλ. η χειρουργική αφαίρεση τού οφθαλμικού βολβού …   Dictionary of Greek

  • επίπηξις — ἐπίπηξις, ἡ (AM) [επιπήγνυμί] σκλήρυνση, νάρκωση, σύσφιγξη αρχ. ο επίπαγος, δηλ. επιθήλιο τού οφθαλμικού φακού …   Dictionary of Greek

  • επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… …   Dictionary of Greek

  • κογχόμετρο — το ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό εργαλείο για μέτρηση τών διαστάσεων τού οφθαλμικού κόγχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + μετρο (< μέτρο), πρβλ. δρομό μετρο, ταχύ μετρο] …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”